- παπούτσι και υπόδημα
- Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα συγκρατούσαν στο πόδι με σπάγκους. Στην αρχαία Ελλάδα συναντάμε πολλών ειδών π., από τα σανδάλια, που ουσιαστικά ήταν κατασκευασμένα από ένα κομμάτι ξύλο ή δέρμα δεμένο στο πόδι με διασταυρούμενα λουριά, εώς τα αληθινά π., συχνά ενισχυμένα με καρφιά, και στιβάλια (μποτίνια) που ανέβαιναν ως τον αστράγαλο. Τα γυναικεία π. ήταν κομψά και στολισμένα με κοσμήματα, συχνά μετάλλινα. Οι Ρωμαίοι πήραν, έως ένα βαθμό, τα π. των Eτρούσκων, δηλαδή μια σόλα δεμένη στο πόδι. Αργότερα, τα π. άρχισαν να παρουσιάζουν ποικιλίες ανάλογα με την κοινωνική τάξη. To calceus ήταν ένα κλειστό σκαρπίνι που η χρήση του απαγορευόταν στους δούλους. Υπήρχε τότε ένα υπόδημα για κοινή χρήση (soccus), ενώ οι φτωχότεροι χρησιμοποιούσαν ξυλοπάπουτσα και οι στρατιωτικοί μπότες (caliga). Οι βαρβαρικές εισβολές διέδωσαν τη χρήση π. από ακατέργαστο δέρμα (τσαρουχιών) –όταν το πόδι δεν ήταν τελείως γυμνό)– ώσπου, κατά τη βυζαντινή περίοδο, παρουσιάστηκαν πάλι κομψότερα υποδήματα, όμοια με τα ρωμαϊκά calceus, μαύρα για τον λαό, κόκκινα ή κίτρινα για τις ανώτερες τάξεις. Κατά τα τέλη του 12ου αι. διαδόθηκαν στις αυλές της Βουργουνδίας και από εκεί σε όλη την Ευρώπη, τα π. a la poulaine, με πολύ μακριά μύτη, που ουσιαστικά έμειναν στη μόδα μέχρι τα μέσα του 15ου αι. Την ίδια περίοδο χρησιμοποιήθηκαν και π. με πρόσθετες σόλες και με πλατιά μύτη, που λεγόταν μύτη της πάπιας. Για να φανούν ψηλότεροι, πολλοί έβαζαν πολύ χοντρές σόλες· στη Βενετία οι σόλες έφταναν τους 50 πόντους. Η πολιτική υπεροχή της Ισπανίας και η Αντιμεταρρύθμιση έφεραν σημαντική μεταβολή στα ήθη. Τα π. με μύτη πάπιας αντικαταστάθηκαν από τα π. πόδι αρκούδας, χαμηλά, χονδροειδή, με πολύ πλατιά μύτη, ή απλές παντόφλες χωρίς τακούνι, που συχνά ήταν από το ίδιο ύφασμα με τα ρούχα. Toν 17o αι. το Παρίσι λανσάρισε νέα μόδα: μποτίνια κουμπωτά ή δετά, με τακούνι. Το ψηλό τακούνι το φορούσαν και οι άντρες, που ξαναγύρισαν στο χαμηλό τακούνι τον επόμενο αιώνα, αλλά με σκαρπίνι στολισμένο με πλατιούς και πλούσιους φιόγκους. Με τη Γαλλική επανάσταση, το π. έγινε απλούστερο και κατά το τέλος του αιώνα παρουσιάστηκε ένα χαμηλό σκαρπίνι που προανήγελλε το σημερινό π. Toν 19o αι. κυριάρχησε το μποτίνι, δετό ή κουμπωτό. Στις κομψές συγκεντρώσεις, οι άντρες φορούσαν λουστρίνια και οι γυναίκες μεταξωτά ή λαμέ σε χρώμα ταιριαστό με το φόρεμα, μια μόδα που κράτησε μέχρι τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Τα σύγχρονα π. έχουν για βάση την πρακτικότητα και την κομψότητα. Τα γυναικεία παρουσιάζουν μεγάλες ποικιλίες τόσο στο υλικό όσο και στο σχήμα. Συνήθως είναι χαμηλά για το πρωί, με ψηλό τακούνι για το απόγευμα και το βράδυ, κλειστά ή με ανοιχτά τη φτέρνα και τα δάχτυλα κατά την εποχή και το γούστο, δερμάτινα ή από ύφασμα και συχνά στολισμένα με μετάλλινες πόρπες ή και πετράδια. Μετά το 1960 διαδόθηκαν πολύ τα μποτίνια, και οι μπότες που φοριούνται κυρίως το χειμώνα. Οι άντρες φορούν πιο στερεότυπα παπούτσια· σκαρπίνια με κορδόνια ή μοκασίνια (παντοφλέ). Για το κυνήγι, το τένις και το σπορ συνηθίζονται ειδικά παπούτσια.
Στο ανατολίτικο ντύσιμο επικρατούν τα ελαφρά π. τύπου πασουμιού· στην Τουρκία και στην Περσία χρησιμοποιούν σανδάλια ακόμα και στην ιππασία, στην Ιαπωνία τα παραδοσιακά παπούτσια είναι σανδάλια από ψάθα ντυμένη με μετάξι ή ξυλοπάπουτσα. Στην Κίνα, μέχρι το 1911, οι γυναίκες συνήθιζαν να κλείνουν τα πόδια τους σε πολύ στενά π. για να τα διατηρήσουν μικρά και φορούσαν μικροσκοπικά πασούμια. Οι Μαντζουριανές, που δε χρησιμοποιούσαν αυτή την εκλεπτυσμένη κομψότητα, φορούσαν πλατιές παντούφλες, συχνά με ψηλό τακούνι. Οι βουδιστές καλόγεροι του Θιβέτ είχαν για τον χειμώνα ψηλά κόκκινα μποτίνια. Μποτίνια από δέρμα ή ύφασμα φορούν ακόμα μέχρι τις ημέρες μας, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες στο Θιβέτ.
1), 2) αιγυπτιακά σανδάλια· 3) ασσυριακό υπόδημα· 4) ετρουσκικό υπόδημα· 5), 6), 7), 8), 9), 10), 11) ελληνικά και ρωμαϊκά υποδήματα· 12), 13) μεσαιωνικά υποδήματα· 14) ιταλικό υπόδημα 14oυ αι.· 15), 16) υποδήματα 15oυ αι.· 17), 18) βενετσιάνικα υποδήματα 16oυ αι.· 19) στρατιωτικά υποδήματα 16oυ αι.· 20) υποδήματα εποχής Λουδοβίκου ΙΔ’· 21) υπόδημα εποχής Γαλλικής Επανάστασης· 22), 23) γυναικεία υποδήματα 18oυ αι.· 24), 25) μποτίνια 19oυ αι.
Γυναικεία ψηλοτάκουνα τσόκαρα στολισμένα με κέντημα και παγιέτες. (φωτ. ΑΠΕ).
Παπούτσια του θρυλικού τραγουδιστή της όπερας. Ενρίκο Καρούζο, των αρχών του 20ου αιώνα (φωτ. ΑΠΕ).
O κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός Γ. Παππάς.
Ανδρικό μοκασίνι (φωτ. G. Saxini).
Γυναικείο μοκασίνι – mule (φωτ. G. Saxini).
Ξύλινο παπούτσι αυτού του τύπου υπήρξε το παραδοσιακό υπόδημα των Ολλανδών (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.